- παλικαράκι
- τοβλ. παλληκαράκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλικαράκι — το μικρό παλικάρι, ο νεαρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μείραξ — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. * * * ο (ΑM μεῑραξ, ακος) μειράκιο, νεαρός, παλικαράκι, έφηβος αρχ. 1. κορίτσι, κοπέλα 2. (για άνδρα) γυναικωτός, κίναιδος, θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής αρχαίας… … Dictionary of Greek
μειράκιο — το (ΑM μειράκιον) [μείραξ] αυτός που έχει ηλικία από δεκατεσσάρων έως εικοσιενός ετών, νέος, έφηβος, παλικαράκι νεοελλ. μτφ. ανώριμος πνευματικά, επιπόλαιος, ανόητος, παιδαρέλι μσν. 1. βρέφος, νήπιο 2. μτφ. (για έθνος ή λαό) αυτός που εμφανίστηκε … Dictionary of Greek
μειρακίσκος — μειρακίσκος, ὁ (Α) [μείραξ] παλικαράκι, νεαρός … Dictionary of Greek
παλληκαράκι — και παληκαράκι και παλικαράκι, το [παλληκάρι] μικρό παληκάρι … Dictionary of Greek